- συγκείμενος
- σύγκειμαιlie togetherperf part mp masc nom sgσύγκειμαιlie togetherpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύγκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] είμαι σύνθετος από πολλά μέρη, συναποτελούμαι, συνίσταμαι (α. «το συμβούλιο σύγκειται από πέντε μέλη» β. «μέλος ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», Πλάτ. γ. «δέον συγκεῑσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ… … Dictionary of Greek
καρικός — καρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία 2. ευτελής, αυτός που δεν έχει καμιά αξία 3. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ Καρικόν καρική συνοικία στη Μέμφιδα 4. φρ. α) «καρικὸν ἔλαιον» είδος αλοιφής (Ιπποκρ.) β) «καρικὴ… … Dictionary of Greek
ογκοκύτωμα — και ογκοκυττάρωμα, το ιατρ. όγκος συγκείμενος από ογκοκύτταρα … Dictionary of Greek
συγκειμένως — Μ επίρρ. συνεχώς, χωρίς διάλειμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκείμενος, μτχ. τού ρ. σύγκειμαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ՅԱՆԳԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0323 Chronological Sequence: 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c ա.մ. ՅԱՆԳԱԳՈՅՆ ՅԱՆԿԱԳՈՅՆ. ἑγγείτερος propior συγκείμενος conveniens, conjunctus եւն. Կարի յանկաւոր. մերձաւորագոյն. յարմարագոյն. կցորդ, վայելչական. վայելչապէս. *Հեթանոսացն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅՕԴՈՒԱԾՈՅ — (ի, ից.) NBH 2 0379 Chronological Sequence: Early classical, 10c ա. συγκείμενος compositus, fictus. Յօդմամբ կցկցեալ. բաղադրեալ. յարմարեալ. *Որ իմ ինչ բանք յօդուածոյք են զտիւրացւոց մատենագրութենէն: Գրէր գիրս յօդուածոյս, է՛ր ինչ՝ որ ʼի ստոյգ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՇԱՐԿԱՅ — ( ) NBH 2 0473 Chronological Sequence: 6c, 8c ՇԱՐԿԱՅ եւ ՇԱՐԿԱՅԵԱԼ. συγκείμενος comositus, constand. Իբր Շարակայեալ. շարակացեալ, բաղկացեալ. *Պարզն ... եւ շարկայն. Պերիարմ.: *Յերկաքանչիւրիցն շարկացեալ, եւ անկատար ըստ ինքեան. Աթ. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՇԱՐԿԱՑԵԱԼ — ( ) NBH 2 0473 Chronological Sequence: 6c, 8c ՇԱՐԿԱՅ եւ ՇԱՐԿԱՑԵԱԼ. συγκείμενος comositus, constand. Իբր Շարակայեալ. շարակացեալ, բաղկացեալ. *Պարզն ... եւ շարկայն. Պերիարմ.: *Յերկաքանչիւրիցն շարկացեալ, եւ անկատար ըստ ինքեան. Աթ. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)